καρικώνω

καρικώνω
1. επιδιορθώνω φθαρμένα μέρη τού υφάσματος, μαντάρω
2. ράβω σταυροειδώς το άκρο υφάσματος για συγκράτηση τών κλωστών τής παρυφής για να μην ξεφτίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carico «φόρτωμα» + κατάλ. -ώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρικώνω — καρικώνω, καρίκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρικώνω — καρίκωσα, καρικώθηκα, καρικωμένος (λ. ιταλ.), μαντάρω: Θέλω να μου καρικώσεις τις κάλτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαρίκωτος — η, ο [καρικώνω] αυτός που δεν έχει καρικωθεί, (για ύφασμα ή ρούχο) που δεν τού έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτάει …   Dictionary of Greek

  • καρίκωμα — το [καρικώνω] μαντάρισμα*, επιδιόρθωση φθαρμένου σημείου τού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • ορουντίζω — και ρουντίζω ράβω σχισμένο ύφασμα με τρόπο που να μη φαίνεται το σχίσιμο, καρικώνω, μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. orudum τού τουρκικού ρήματος orumek] …   Dictionary of Greek

  • μαντάρω — και μανταρίζω (λ. ιταλ.), μάνταρα και μαντάρισα, μανταρίστηκα, μανταρισμένος, επιδιορθώνω με κλωστή φθαρμένο ρούχο, καρικώνω: Η μητέρα μάνταρε το σκισμένο παντελόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”